- ξυλοσπόγγιον
- ξυλοσπόγγιονsponge on a stickneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοσπόγγιον — ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α) σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον] … Dictionary of Greek
ξυλοσπογγίῳ — ξυλοσπόγγιον sponge on a stick neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek